Τα παιδιά που τους δίνουμε τεράστιες ελευθερίες, νιώθουν παραμελημένα

«Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να χαρώ την ελευθερία που μου δόθηκε απλόχερα κι απρόσμενα, γιατί ήταν τόσο «μεγάλη» που δεν ήξερα τι να την κάνω»

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, ήμουν παιδί, γύρω στα 12. Οι γονείς μου με είχαν αφήσει στον παππού και τη γιαγιά για 15 μέρες γιατί ο πατέρας μου θα έκανε μια σοβαρή επέμβαση. Αν και είναι ίδιον των γονιών να αφήνουν τα παιδιά τους στο παππού και τη γιαγιά τα καλοκαίρια και όχι μόνο, οι δικοί μου δεν το συνήθιζαν.

Ένιωσα, θυμάμαι, μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας, στην ιδέα ότι θα κάνω ό,τι θέλω, θα πηγαίνω όπου θέλω, δεν θα έχω την καθημερινή διαπραγμάτευση, που είσαι; τι ώρα θα γυρίσεις; μεσημέρια δεν θα γυρνάς έξω, όχι μόνη σου στη θάλασσα και ένα σωρό απαγορεύσεις και όρια που μου «κατέστρεφαν» την ευτυχία όπως νόμιζα τότε. Κι έτσι κι έγινε. Πήγα στον παππού και στη γιαγιά. Τις πρώτες 2 μέρες αλήτεψα σαν να μην υπάρχει αύριο. Ο παππούς και η γιαγιά, χαλαροί, άνετοι και μεγάλοι άνθρωποι, δεν ήξεραν τι θα πει «όχι».

Την τρίτη μέρα άρχισα να νιώθω μια απέραντη μοναξιά, ένα κενό κι ένα αίσθημα, σαν να ήμουν ορφανή. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να χαρώ την ελευθερία που μου δόθηκε απλόχερα κι απρόσμενα, γιατί ήταν τόσο «μεγάλη» που δεν ήξερα τι να την κάνω. Χρειαζόμουν ένα πρόγραμμα, κάποιον να μου πει τι ώρα να γυρίσω, να δει ότι «κάηκα» από τον ήλιο και να μου βάλει αντηλιακό, να μου πει «το μεσημέρι θα φάμε όλοι μαζί», να μου βάλει έναν κανόνα για να μπορέσω να απολαύσω περισσότερο αυτή την ελευθερία…

Διάβασε τη συνέχεια στο themamagers.gr