Ο Νίκος Σταματόπουλος στο blog του γράφει: "Το τελευταίο διάστημα, το παραδέχομαι, το έχω κι εγώ το θεματάκι μου. Παρατηρώ πόσο φτωχό είναι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε καθημερινά, έναντι του λεξιλογικού πλούτου της ελληνικής γλώσσας.
Σκέφτηκα λοιπόν να μαζέψω εδώ διάφορες ελληνικές λέξεις, τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες, για να τις μοιραστώ μαζί σας, σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε το λεξιλογικό μας πλούτο. Είναι κρίμα μια γλώσσα 3000 και βάλε ετών να φτωχαίνει τόσο πολύ από τους σημερινούς χρήστες της και να αργοπεθαίνει, επιτρέποντας σε ξενόφερτες λέξεις να "εισβάλλουν" μέσα της και να την αλλοιώνουν. Οφείλω να σημειώσω ότι η πηγή αναζήτησης των ορισμών των λέξεων ήταν το Βικιλεξικό, η Livepedia, η Εγκυκλοπαίδεια Λευκάς , το Λεξικό Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό iSchool.
-- Α --
αβυσσαλέος: (επίθ.) .
αγαστός: (επίθ.) .
αδυσώπητος: (επίθ.) .
ακόρεστος
αλεξιβρόχιο: ομπρέλα
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) .
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
-- Β --
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
-- Γ --
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
-- Δ --
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
Δες περισσότερα στο womantoc.gr